Η Άλμα μέσα στη γυάλα της εξουθενωμένη, καθόταν σ’ ένα σημείο ακίνητη, την παρατήρησε. Μέσα στο διάφανο σώμα είδε την καρδιά της να πηγαινοέρχεται με δύναμη, σχεδόν χτύπαγε το λεπτεπίλεπτο δέρμα (μέχρι τους ήχους της φαντάστηκε). Δεν ήθελε και πολύ μυαλό, ήταν φανερό, όπου να ’ταν θα πέθαινε. Έπρεπε να κάνει κάτι. Και γιατί; Ένα χρυσόψαρο ήταν, μ’ ελάχιστα λεφτά μπορούσε ν’ αγοράσει άλλο. Γιατί να εμποδίσει τη φυσική διαδρομή των πραγμάτων;
Καμπύλη. Βάθος.
Πάνω η επιφάνεια του νερού. «Συνέχισε».
Η κουζίνα του σπιτιού μετά από τόσα χρόνια κι όμως ήτανε ίδια. Το τραπέζι κολλημένο στον τοίχο, από πάνω το κάδρο με τον Μυστικό Δείπνο, αυτοκόλλητα στην πόρτα του ψυγείου, η φρουτιέρα με κάθε λογής πράγματα μέσα και μια γνώριμη μυρωδιά. Η μαμά έφτιαχνα φαγητό. Και για τους δυο τους. Ήταν παστίτσιο! Δεν έκανε λάθος, τ’ αγαπημένο του φαγητό. Κι αυτή ήταν περιποιημένη σήμερα, μ’ ένα μακρύ μπεζ φόρεμα και πιο νέα, σχεδόν συνομήλική του. Κάθισαν ήρεμα να φάνε. «Είσαι παράξενη σήμερα». Ήτανε όντως, και τι έγινε;