…Φαντάστηκα τα εκατομμύρια κατοίκους της πόλης αυτή τη μαγική ώρα, στους δρόμους, στα μπαλκόνια, στις ταράτσες, με τα χέρια απλωμένα στον ουρανό. Ένιωσα τα κύματα της δύναμής τους. Τι που κοιμόντουσαν, έπιναν βιαστικά πρωινό, ή είχαν ξεκινήσει για τις δουλειές τους. Σήμερα ήμουν εγώ και ο αδελφός μου, αύριο θα ήταν ο κόσμος όλος… Καθώς κατεβαίναμε από το λόφο ήταν σαν να είχα μόλις ξυπνήσει μαζί με όλους αυτούς. Η καρδιά μου ήταν ελαφριά και περπατούσα για το καφενείο, το ίδιο όπου σύχναζα κάθε πρωί τα τελευταία χρόνια. Μετά θα πήγαινα στην παλιά μου γειτονιά, τη γειτονιά όπου μεγάλωσα. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά και ήταν και μια καλή ευκαιρία να δείξω στον αδελφό μου πώς είχε καταντήσει η περιοχή.Ο δρόμος που τότε μας φαινόταν απέραντος τώρα ήταν κανονικός. Οι διαστάσεις είχαν χάσει την υπερβολή που αποκτούν στα μάτια ενός μικρού παιδιού. Όμως να που τελικά, μέσα από την συγκίνησή μας, ξαναβρήκαν το μεγαλεπήβολο όγκο τους. Ήμουν σίγουρος πως ο αδελφός μου ούτε που θα αναγνώριζε μετά από τόσες δεκαετίες το μέρος, αλλά έκανα λάθος. Το πατρικό μας δεν ήταν ένα γραφικό νεοκλασικό αλλά ένα πολυτελές διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία του μεσοπολέμου. Όλη η γειτονιά είχε αλλάξει από τότε. Μόνο μια μικρή αλάνα ήταν απείραχτη και άλλες δύο πολυκατοικίες της ίδιας εποχής, που φαίνονταν σαφώς καλύτερες από τις μεταγενέστερες. Το μυστικό δεν κρυβόταν στο μπογιατισμένο τους λίφτινγκ, αλλά στο τσιμέντο που, πέρα από τις δοκούς και τα υποστυλώματα, χρησιμοποιήθηκε και για όλη την εξωτερική επιφάνεια, σε αντίθεση με τις μετέπειτα πολυκατοικίες που για οικονομικούς κυρίως λόγους είχαν καλυφθεί απλώς και μόνο με σοβά.Ο πατέρας ήταν ένας ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και η μητέρα μου μια συντηρητική κυρία από γνωστή οικογένεια. Ο μπαμπάς ήταν μεγάλος εγωιστής και δεν καταδέχτηκε να πάρει τίποτε από την προίκα της, τα πήρε όλα η μικρότερη αδελφή της. Βέβαια, είχε τον τρόπο του και μια νεοτεριστική για την εποχή του αισθητική. Αυτό το αποδεικνύει και το σπίτι που αποφάσισε να αγοράσει. Σε μια μικρή πόλη, όπως ήταν η πόλη τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, το να αγοράσεις ένα “κουτί ”, όπως τα έλεγαν τα διαμερίσματα, ήταν αν μη τι άλλο καινοτομία. Αν όχι εκκεντρικότητα. Όταν η μοντέρνα αρχιτεκτονική εισήχθη από την Ευρώπη, βρήκε κυρίως αντιπάλους. Με τον καιρό τα ανώτερα οικονομικά στρώματα το είδαν σαν μια καινούργια τάση και πολλοί απ’ αυτούς βρήκαν και μια χρυσή ευκαιρία για να κάνουν επίδειξη. Εγώ γεννήθηκα ενδιάμεσα από τους δύο πολέμους, την εποχή που η πόλη διανθίστηκε από τα κυβικά της κλουβιά. Οι πολυκατοικίες αυτές ήταν φτιαγμένες από μπετόν αρμέ, παρέχοντας αυξημένη προστασία από τους βομβαρδισμούς και, φυσικά, διέθεταν όλα τα κομφόρ: καλοριφέρ, ασανσέρ, ρολά, λουτρό… Αυτή η μοντέρνα τάση κατά κάποιο τρόπο πολεμούσε το δέσιμο με το παρελθόν και με την ίδια την ιστορία, κάτι το εξωφρενικό για μια χώρα που είχε μυθοποιήσει τις ρίζες της σε τέτοιο βαθμό.Καθώς πηγαίναμε προς το σπίτι μας έκλεισα τα μάτια και το έφερα στο μυαλό μου. Πρώτα η είσοδος. Ένα μικρό σκαλάκι ανέβαζε την εξώπορτα λίγο πιο ψηλά από το πεζοδρόμιο κι όλος ο χώρος άνοιγε προς τα έξω με τοίχους πτυχωτούς.—Είχε δύο γύψινα κολονάκια, δεξιά κι αριστερά. Μου υπενθύμισε ο αδελφός μου.
Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω.
Μετά, ο προθάλαμος, ψηλοτάβανος και με βάθος.
—Οι γύψινες λωρίδες στην οροφή…
Αυτές τις θυμόμουν. Όπως θυμόμουν και το οβάλ σχήμα του ξύλινου θυρωρείου, είδα το θυρωρό μας να κάθεται μέσα άκεφος. Γύρω η επένδυση του τοίχου ήταν από μάρμαρο μπεζ και μπροστά ακριβώς υπήρχε το σιδερένιο κουβούκλιο του ασανσέρ.
Έπιασα τον αδελφό μου από το χέρι να ανέβουμε τα σκαλιά. Δε χρειαζόταν να πάρουμε το ασανσέρ, μέναμε στον πρώτο. Τα μάτια μου γέμισαν σκόνη, τα χέρια μου δεν μπορούσαν να σταθούν σε ένα σημείο και έσφιξα την ξένη παλάμη να πάρω κουράγιο. Ίσως ήταν καλύτερα να πηγαίναμε μια άλλη μέρα, αλλά δεν γινόταν, μας περίμεναν. Το κλειδί που ξεκλείδωσε, το πόμολο της πόρτας που γύρισε, τα μάνταλά της που γρύλισαν, και βρεθήκαμε μέσα. Ο πατέρας στην πολυθρόνα διάβαζε εφημερίδα, η μητέρα έστρωνε το μεσημεριανό τραπέζι.
—Να πλύνετε τα χέρια σας.
Ο αδελφός μου έτρεξε στο μπάνιο. Εγώ κοιτούσα σαστισμένος. Ο πατέρας με είδε και μου έκανε νόημα:
—Τι έχεις εσύ;
Δεν κατάφερα να μιλήσω.
—Για έλα εδώ.
Πλησίασα και κάθισα δίπλα στα πόδια του, αλλά γύρισα το κεφάλι μου αλλού.
—Γιατί είσαι μελαγχολικός;
Δεν απάντησα και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του.
Δεν ήμουν μελαγχολικός, αντιθέτως. Μετά από τόσα χρόνια ήμασταν πάλι όλοι μαζί.