ΚΟΥΛ Ο ξεχαρβαλωμένος ανεμιστήρας Του έτρωγε τ’ αυτιά Αλλά βαριόταν να τον κλείσει Ο ανεμιστήρας γύριζε από πάνω του Μέχρι που του έκοψε το κεφάλι Και σταμάτησε να γυρίζει Η ασώματος κεφαλή Συνέχισε δροσερή Τον μεσημεριανό της ύπνο